-
1 απαλλασσω
атт. ἀπαλλάττω1) удалять, изгонять(τινὰ ἐκ τῆς χώρας Thuc.)
— отстранять, отгонять (φρενῶν ἔρωτα Eur.);med.-pass. — удаляться, уходить, уезжать (ἐκ χώρης, ἐς Πελοπόννησον Her.; πρὸς χώραν Plat.; παρά τινος Aeschin.; ἐπὴ τέν αὑτοῦ σκηνήν Polyb.; τῆς πόλεως Plut.):γῆς ἀπαλλάττεσθαι πόδα Eur. — уходить из страны;πολλὸν ἀπαλλαγμένος τινός Her. — сильно отличающийся от кого-л.;κρῖναι ἱκανῶς οὐκ ἀπαλλαχθῆναι Thuc. — быть близким к здравому суждению2) отдалять, отводитьἀ. γῆς πρόσωπον Eur. — поднимать лицо от земли;
ἀ. σφαγῆς τινος χεῖρα Eur. — воздерживаться от убийства кого-л.3) откладывать в сторону(τὰ περιττὰ τῶν σκευῶν Xen.)
4) устранять, исключать5) освобождать, избавлять(τινὰ πόνων Aesch.; τέν πόλιν πολέμων καὴ κακῶν Plut.)
; med.-pass. освобождаться, избавляться(δουλουσύνης Her.; αἰσχύνης Thuc.; φόβου Xen.; τῆς ἀπορίας καὴ τῆς διαφορᾶς Plut.)
ἀπαλλάττεσθαι πρὸς ἀλλήλους τῶν ἐγκλημάτων Plat. — прекращать взаимные обвинения6) исцелять(τινὰ τῆς ἀτεκνίας Plut.)
7) отпускать, отсылать(τοὺς πρέσβεις Thuc.; τὰς φρουράς Plut.)
8) выпускать(τὸν χρυσὸν χερός Eur.)
9) увольнять, смещать(τινὰ τῆς ἀρχῆς Plut.)
10) разводить(γυναῖκας ἀνδρῶν Plut.)
; med.-pass. разводиться(λέχους Eur.; ἀπὸ τοῦ ἀνδρός и ἀπὸ γυναικός Plat.; ἀπαλλαγεὴς τῆς γυναικός Plut.)
11) переставать, прекращать, кончать(τὸν λόγον Eur.)
; pass. прекращаться, кончаться(τῆς νόσου ἀπαλλαγέντος Soph.)
12) pass. воздерживаться(μακρῶν λόγων Soph.)
ἀπαλλαχθεὴς ἄπει Soph. — кончай и уходи;εἰπὼν ἀπαλλάγηθι Plat. — скажи раз навсегда;τοῦτο μὲν δέ ἀπήλλακται Plat. — с этим, стало быть, покончено;ἀπιέναι καὴ ἀ. юр. Dem. (об — истце или кредиторе) объявлять себя удовлетворенным;13) приканчивать, умерщвлять(ἥ τοῦ φαρμάκου δύναμις ἀπήλλαξέ τινα Plut.)
ἀ. ἑαυτόν Plut. и ἀ. ἑαυτὸν ἐκ τοῦ ζῆν Polyb. — кончать самоубийством;med.-pass. — погибать, умирать (παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἀπηλλάγησαν Thuc.):κείνου ἀπηλλαχθέντος Eur. — когда он умер14) производить окончательный расчет, полностью удовлетворять(τοὺς χρηστάς Isae., Dem.; τοὺς δανείσαντας Dem.)
15) возвращаться(ἀπὸ Κλαζομενῶν Her.)
πῶς ἀπήλλαχεν ἐκ τῆς ὁδοῦ ; Xen. — как прошло у него это путешествие?16) кончаться, оканчиватьсяοὕτως ἀπήλλαξε ὅ στόλος Her. — так закончился поход;
ἀπαλλάξαι καλῶς Polyb. — окончиться благополучно;ἀ. βίου Eur. — умирать;χαίροντα ἀ. Her. — оставаться безнаказанным -
2 κατατιθημι
(fut. καταθήσω; эп.: 1 л. pl. aor. 2 κάτθεμεν - 3 л. pl. κάτθεσαν, 1 л. pl. conjct. καταθείομεν = καταθῶμεν, inf. κατθέμεν; med.: 1 л. pl. aor. 2 κατθέμεθα, 3 л. dual. κατθέσθην, conjct. καταθείομαι = καταθῶμαι, part. κατθέμενος) тж. med.1) класть, складывать(τι ἐπὴ χθονός и ἐπὴ χθονί, ἐν ψαμάθῳ Hom.; τὰ ὅπλα εἰς τὸ μέσον Xen.)
2) (тж. κ. εἰς μέσον Eur.) ставить(κλισίην τινὴ παρὰ πυρί Hom.; τὸν κρατῆρα Eur.)
3) med. ( снимая с себя) складывать(τὰ τεύχεα ἐπὴ γαίῃ, χλαῖναν ἐπὴ θρόνου Hom.)
ἐν ἡσυχίᾳ καταθέσθαι τὸ σῶμα Plut. — предаться отдыху4) med. снимать с себя(ζώναν Pind.; θοἰμάτιον Arph.)
5) тж. med. класть на погребальное ложе или в могилу, хоронить(τὸν Λύσανδρον ἐν φίλῃ χώρᾳ Plut.; τινὰ ἐν μνημείῳ NT.)
κατθέμενοι γοάοιεν Hom. — погребая (нас, они) рыдали бы6) med. откладывать (для себя), припрятывать, прятать(τι ἐπὴ δόρπῳ Hom.; πάντα βίον ἔνδοθι οἴκου Hes.; sc. σῖτον Lys.; θησαυροὺς ἐν τῷ οἴκῳ Xen.)
7) переносить, помещать8) высаживать (на берег)9) прокладывать(ὁδὸν εὐθύτομον Pind.)
10) med. отправлять11) med. отправлять в качестве заложников(τοὺς πρέσβεις ἐς Αἴγιναν Thuc.)
12) помещать, заключать, сажать(τινὰ ἐν τῶ δεσμωτηρίῳ Dem.)
13) ( в качестве награды или приза) ставить, предлагать(ἄεθλα, λέβητα Hom.)
14) выставлять (для всеобщего обозрения)(γράμματα εἰς τέν ἀγοράν Plat.)
15) med. слагать с себя(ἀρχήν, μοναρχίαν Plut.)
ἐς μέσον Πέρσῃσι καταθεῖναι τὰ πρήγματα Her. — передать персидскому народу управление государством;
εἰς τὸ κοινὸν καταθεῖναι Plat. — подвергнуть (что-л.) совместному обсуждению;εἰς τὸ ἴδιον καταθέσθαι τι ἑαυτῷ Xen. — использовать что-л. в личных целях;τὸ αὑτοῦ ἔργον ἅπασι κοινὸν κ. Plat. — делать свое дело общим достоянием17) med. откладывать в сторону, оставлять без внимания(τοὺς ποιητάς Plat.)
ἐν ἀμελείᾳ κ. τινά Xen.; — пренебрегать кем-л.18) med. прекращать(πόλεμον Thuc.; λόγους περί τινος Plat.; διαβολὰς καὴ κατηγορίας Plut.)
θυμὸν κατάθου Arph. — уйми свой гнев;τῆς ξυμφορᾶς κατατιθεμένης Thuc. — уладив это столкновение;ἐπ΄ ἀργυρίῳ καταθέσθαι τέν πρός τινα ἔχθραν Plut. — за деньги помириться с кем-л. (ср. 23)19) med. направлять(ὀργέν εἴς τινα Xen.)
20) вносить, платить, уплачивать(δέκα τάλαντά τινι Her.; δύο δραχμάς Arph.; μετοίκιον Lys.; ὄφλημα Dem.)
τῇ δραχμῇ ἑκάστου μηνὸς ἐπωβελίαν κ. Plat. — уплачивать ежемесячно с каждой драхмы один обол ( в виде процентов);τί τινος κ. τινι Arph. — платить что-л. за что-л. кому-л.;ἃ δ΄ ὑπέσχεο, ποῖ καταθήσεις ; Soph. — как исполнишь (досл. оплатишь) ты то, что обещал?21) отплачивать, возмещатьκ. τινι χάριν Pind. — отблагодарить кого-л.
22) med. иметь право на возмещение, aor. заслужить(χάριτα μεγάλην Her.)
εὐεργεσίαν ἔς τινα καταθέσθαι Thuc. и χάριν καταθήσεσθαί τινι Xen., NT. или πρός τινα Dem. — оказать кому-л. услугу23) med. приобретать, стяжать(κλέος Her.; δόξαν Thuc.; φιλίαν παρά τινι Xen.)
ἔχθραν πρός τινα καταθέσθαι Lys. — навлечь на себя чью-л. вражду (ср. 18)24) вносить, заносить, записывать(τι εἰς μνήμην Plat.; εἰς βιβλίον Dem.)
25) med. расходовать, употреблять(τέν σχολέν εἴς τι Plut.)
-
3 αποπεμπω
(эп. fut. ἀππέμψω) преимущ. med.1) отсылать, отправлять(τινά Hom.; δῶρον ἐξοπίσω Hes.; ἀναθήματα ἐς Δελφούς Her.; ἀπόρρητα ἐξ Αἰγίνης Arph.; τὰς ναῦς Thuc.)
2) отпускать(τινὰ στενάχοντα Hom.; τινὰς ἀσινέας Her.; τοὺς πρέσβεις Thuc.)
3) отсылать прочь, прогонять(ἔννυχον ὄψιν Eur.; ἀκλεῶς τινα Plut.)
4) передавать, вручать(δῶρα, ἅ τις ἔδωκεν Hom.)
5) отдавать обратно, возвращать(τὸ ὕδωρ τοῦ Νείλου Her.; τέν ἐξικμασμένην τροφήν Plat.)
-
4 διατριβω
1) растирать(ῥίζαν χερσί Hom.)
2) истреблять, уничтожать; pass. гибнуть(κάκιστα διατριβῆναι Her.; κινδυνεύειν διατριβῆναι Thuc.)
3) сдерживать, унимать(τὸν χόλον τινός Hom.)
4) откладывать, оттягивать(γάμον Hom.)
5) задерживать(τοὺς πρέσβεις Plut.)
μέ διατρίβωμεν ὁδοῖο Hom. — не будем медлить с отъездом6) ( о времени) тратить, проводить(χρόνον πολλόν Her. и συχνόν Plat.; πολὺν χρόνον ἐν ταῖς ὁδοῖς Xen.; πολὺ μέρος τῆς ἡμέρας πρός τινι πράγματι Plut.)
7) проводить время(μετά τινος, ἐν τῇ ζητήσει Plat.; περὴ φιλοσοφίαν Aeschin. и ἐπὴ φιλοσοφίᾳ Plut.; πρὸς τοῖς ἔργοις Arst.; ἐπὴ τοῖς ἰδίοις Isocr.)
διατρίβουσι μελετῶντες τὰ ἄλλα Xen. — они занимаются другими делами8) терять (напрасно) время Hom., Thuc., Arph., Xen., Luc.9) пребывать, находиться(ἐν ταῖς ὁδοῖς Xen.; ἐν γυμνασίοις Arph.; πρὸ τῶν θυρῶν τοῦ βουλευτηρίου Plut.)
-
5 εξαποστελλω
(aor. ἐξαπέστειλα, aor. 2 pass. ἐξαπεστάλην)1) высылать, посылать, отправлять(πρεσβευτὰς πρός τινα Polyb. и τοὺς πρέσβεις Plut.; τὰ πλοῖα ἐξαπεστάλη εἰς Λῆμνον Dem.)
2) отпускать, освобождать(αἰχμάλωτον χωρὴς λύτρων Polyb.)
-
6 εκπεμπω
1) высылать, посылать(δῶρά τινι Her.; ναῦς καὴ πεζὰς στρατιάς, πρέσβεις, ἐκπέμπεσθαι ἐς Μυτιλήνην Thuc.; ἀμφοτέρους ὑπάτους Plut.)
ἀποικίας ἐ. Plat. — отправлять переселенцев, т.е. создавать колонии2) выделять, испускатьλαμπρὸν ἐ. σέλας Aesch. — испускать яркий свет;τὸ ὑγρὸν ἐ. Arst. — выделять влагу3) отсылать, выводить, увозить(τινὰ νεῶν, κειμήλια ἄνδρας ἐς ἀλλοδαπούς, med. τινα δόμου θύραζε Hom.; τοὺς ἀχρείους Xen.; τοὺς παῖδας καὴ τὰς γυναῖκας ἐκ τῆς πόλεως Isocr.)
4) вызывать(τινὰ ἐκτὸς αὐλείων πυλῶν, med. τινα τῶν δωμάτων Soph.)
5) выносить(τὸν θανόντα δόμων Plut.)
6) вывозить, экспортировать(ὧν ἐπλεόναζον, med. τὰ πλεοναζοντα τῶν γιγνομένων Arst.)
7) удалять прочь, изгонять(τινὰ ἄτιμον, med. φυγάδας γῆς Soph.)
8) pass. умиратьοὐ στενακτὸς οὐδ΄ ἀλγεινὸς ἐξεπέμπετο Soph. — он скончался без стонов и страданий
См. также в других словарях:
Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… … Dictionary of Greek
Βούλις — I (αρχές 5ου αι.). Σπαρτιάτης ευγενής. Γιος του Νικόλεω, ο Β. προσφέρθηκε, μαζί με τον επίσης ευγενή Σπερθία, να θυσιαστεί για την πατρίδα του. Όταν ο βασιλιάς των Περσών Δαρείος έστειλε τους πρέ σβεις του να ζητήσουν γην και ύδωρ (υποταγή) από… … Dictionary of Greek
Ανδρομέδης — (τέλη 5ου αι. π.Χ.).Ένας από τους πρέσβεις που έστειλαν οι Λακεδαιμόνιοι το 420 π.Χ. στην Αθήνα για την εκτέλεση της ανακωχής του Πελοποννησιακού πολέμου. Τους πρέσβεις αυτούς οι Αθηναίοι τους έδιωξαν, γιατί νόμισαν πως οι Λακεδαιμόνιοι τους… … Dictionary of Greek
Αμεινιάδης — (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Πρέσβης των Αθηναίων, γιος του Φιλήμονα, που μαζί με τον Λέαρχο του Καλλιμάχου έπεισε τον Σάδοκο, γιο του ηγεμόνα της Θράκης Σιτάλκη, να τους παραδώσει τους πρέσβεις των Λακεδαιμονίων, που περνούσαν από εκεί, για να μην πάνε… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Νιγηρία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με τον Νίγηρα, ΒΑ με το Τσαντ, Α με το Καμερούν, Ν βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας και Δ συνορεύει με την Μπενίν.Tο έδαφος της Ν. αποτελείται από την ένωση, κατά την αποικιακή εποχή, των διαφόρων… … Dictionary of Greek
Ταλθύβιος — Σπαρτιάτης, κήρυκας και υπηρέτης του Αγαμέμνονα, τον οποίο τιμούσαν ως ήρωα στη Σπάρτη. Μετά τον Τρωικό πόλεμο οδήγησε άποικους στην Κρήτη, όπου έχτισε την Τεγέα. Τάφος και μνημεία του Τ. υπήρχαν στη Σπάρτη. Επειδή οι Σπαρτιάτες σκότωσαν τους… … Dictionary of Greek
Θεοβέρτος ή Θεοδεβέρτος — (ThibertTheodebert). Όνομα Φράγκων βασιλιάδων της Αυστρασίας. 1. Θ. Α’ (495 ή 505 – 547; μ.Χ.). Βασιλιάς της Αυστρασίας (533; 547;). Ήταν γιος του Θεοδώριχου Α’ και εγγονός του Φράγκου βασιλιά Κλόβη Α’. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός ηγέτης, πριν… … Dictionary of Greek
όρυγμα — Βαθύς και σκοτεινός φρεατώδης λάκκος στην αρχαία Αθήνα μέσα στον οποίο έριχναν τους καταδικασμένους σε θάνατο. Στα τοιχώματα του είχαν τοποθετηθεί σιδερένια αιχμηρά άγκιστρα πάνω στα οποία κατακομματιάζονταν οι κατάδικοι που ρίχνονταν μέσα. Η… … Dictionary of Greek
Τιρίβαζος — Σατράπης της Αρμενίας κατά την κάθοδο των Μυρίων (401 π.Χ.). Όταν αυτοί πέρασαν τις πηγές του Τίγρη και έφτασαν στη χώρα του, έσπευσε να συνθηκολογήσει με τους Έλληνες αρχηγούς με τον όρο να παίρνουν ελεύθερα από τη χώρα τα τρόφιμα που είχαν… … Dictionary of Greek
παλάτι — Το ανάκτορο του αυτοκράτορα Αυγούστου που βρισκόταν στον Παλατίνο λόφο. Η αρχική αυτή ερμηνεία του όρου διευρύνθηκε αργότερα και σήμαινε ανάκτορο, μέγαρο. Στα νεότερα χρόνια, με τον όρο παλάτι προσδιορίζεται το βασιλικό ανάκτορο. Τα αρχαιότερα… … Dictionary of Greek